σοβαροφανής

σοβαροφανής
ης, ες кажущийся серьёзным, важным; серьёзный, важный на вид

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σοβαροφανής" в других словарях:

  • σοβαροφανής — ες, Ν αυτός που παριστάνει τον σοβαρό, τον σπουδαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + φανής (< φαίνομαι), πρβλ. αληθο φανής] …   Dictionary of Greek

  • σοβαροφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επιφανειακά σοβαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • σοβαροφάνεια — η, Ν [σοβαροφανής] η ιδιότητα τού σοβαροφανούς, επιφανειακή σοβαρότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»